ποικολόμορφος

ποικολόμορφος
-η, -ο / ποικιλόμορφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή παρουσιάζει ποικίλες μορφές, διάφορα σχήματα, πολύμορφος
νεοελλ.
βιολ. αυτός που έχει φαινοτύπους με παραλλαγές οι οποίες οφείλονται σε μεταβολή τού γονοτύπου στα σωματικά κύτταρα κατά την ανάπτυξη
αρχ.
ο διακοσμημένος με ποικίλες μορφές ή με ποικίλα χρώματα, ο ποικιλόχρους.
επίρρ...
ποικιλομόρφως και ποικιλόμορφα Ν
με ποικιλόμορφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”